Μία φορά έχω επισκεφτεί το χωριό του παππού μου του Σπύρου, από την μητέρα μου. Ποντικάτες στην επαρχία Πωγωνίου, λίγα χιλιόμετρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Τότε έμενε ο αδελφός του παππού, ο παππούς Αχιλλέας μόνος του.
Ήταν Πάσχα του 1968, 21η Απριλίου και εγώ δεκατεσσάρων ετών. Η χούντα εκμεταλλευόμενη το γεγονός συνέδεσε την θρησκευτική εορτή με την Ανάσταση του Έθνους που ευαγγελιζόταν. Θυμάμαι τις προπαγανδιστικές αφίσες του καθεστώτος, ο γνωστός στρατιώτης αυτή τη φορά έβγαινε μέσα από ένα μισοσπασμένο αβγό αντί από τις στάχτες του φοίνικα.
Η περιοχή του χωριού εκείνη την εποχή ήταν ελεγχόμενη, ένεκα του γνωστού κομμουνιστικού κινδύνου, και η κατοχή ενός ιδιαιτέρου εγγράφου, κάτι σαν διαβατήριο, ήταν επιβεβλημένη στον πληθυσμό για να μπορεί να μετακινείται από και προς την ελεγχόμενη αυτή περιοχή. Εμείς, ως επισκέπτες, υποχρεωθήκαμε να περάσουμε την χωροφυλακή Ιωαννίνων, να τους ενημερώσουμε για την πρόθεσή μας να επισκεφτούμε τους Ποντικάτες, και να εφοδιαστούμε ένα έγγραφο που μας επέτρεπε (ονομαστικά) να εισέλθουμε στην ελεγχόμενη περιοχή.
Ο δρόμος ήταν χωματόδρομος, σε κακή κατάσταση. Μέχρι να φτάσουμε στο χωρίο περάσαμε από δύο ή τρία στρατιωτικά μπλόκα που έκλειναν τον χωματόδρομο με μπάρα.
Φτάσαμε στους Ποντικάτες Μ. Σάββατο μεσημέρι. Τίποτα δεν θύμιζε περίοδο Πάσχα. Ερημιά. Στην υποτυπώδη πλατεία, που ήταν το μοναδικό μαγαζί του χωριού του χωριού ρωτήσαμε για το σπίτι του παππού Αχιλλέα. Χτυπήσαμε την πόρτα, μια παλιά σιδερένια μισοσκουριασμένη πόρτα, από αυτές που έχουν ένα λαμαρινένιο ταμπλά μέχρι τη μέση και κάγκελα από κει και πάνω. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου για να ξεπεράσω το εμπόδιο του ταμπλά, για να βλέπω μέσα στην αυλή. Είδα τον παππού Αχιλλέα να έρχεται προς την πόρτα για να ανοίξει. Όταν κατάλαβε ποιοι ήταν οι επισκέπτες λύγισε τους δείχτες και των δυο χεριών του, έβαλε τα κότσια στα μάτια του και τα έτριψε, με εκείνο τον γνωστό τρόπο που τρίβουμε τα μάτια μας, όταν δεν πιστεύουμε σε αυτό που βλέπουμε. Ένα φτωχό πέτρινο σπιτάκι, με πρασινάδες στους τοίχους από την υγρασία. Στον διάδρομο της αυλής υπήρχαν μερικά αναποδογυρισμένα κράνη που τα είχε μετατρέψει σε γλάστρες ο παππούς.
Το απόγευμα πήγαμε στο μαγαζάκι του χωριού. Ένα μαγαζί που ήταν δεν μπορούσες να πεις τι ακριβώς ήταν. Μπακαλικάκι, καφενείο, κάτι σαν ταβέρνα, κάτι απ’ όλα, είχε και το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού. Καθίσαμε σε ένα από τα τρία ξύλινα τραπεζάκια και σε λίγο ήρθαν και τρεις - τέσσερις χωριάτες που μετά από τις συστάσεις που έκανε ο παππούς Αχιλλέας, άρχισαν εκείνα τα πολυφωνικά που σε ανατριχιάζουν... «Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμιούμαι και λυπούμαι...».
Τα τραγούδια μου ήταν γνωστά. Ο παππούς μου ο Σπύρος είχε τρεις κόρες, ο αδελφός του ο παππούς Αχιλλέας, τρεις γιους. Θυμάμαι όταν έρχονταν στο σπίτι, στήνανε πάντα γλέντι στην αυλή με ηπειρώτικα τραγούδια και χορούς. Ο παππούς ο Σπύρος κράταγε τον ρυθμό με ένα ταψί.
Ο μαγαζάτορας μας είπε εμπιστευτικά ότι του τηλεφώνησαν από την χωροφυλακή στα Γιάννενα και τον ρώταγαν αν έχουν έρθει στο χωριό αυτοί κι αυτοί... Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν το μάτι της χωροφυλακής στο χωριό.
Δεν θυμάμαι καθόλου αν πήγαμε το βράδυ στην Ανάσταση. Το πιθανότερο είναι, όπως το σκέφτομαι, ότι μάλλον δεν πήγαμε στην Ανάσταση. Πολύ λίγοι κάτοικοι για να υπάρχει και παπάς...
Το Πάσχα, ο παππούς Αχιλλέας ήθελε να σφάξει το κατσικάκι του. Δεν τον αφήσαμε. Φάγαμε «κορν μπίφ» κονσέρβα με ομελέτα που τηγάνισε η μητέρα μου.
Μου ήρθαν στο μυαλό όλα αυτά, όταν άκουσα άκουσα την «μωρή κοντούλα λεμονιά» χτές, στο πρώτο Νεκροταφείο στον Θόδωρο.